- ἀπεμνήσαντο
- ἀπεμνήσαντο: see ἀπομιμνήσκω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀπεμνήσαντο — ἀπομιμνήσκομαι aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)